απαγκίστρωση

απαγκίστρωση
η
1. απαλλαγή από αγκίστρι, ξαγκίστρωμα
2. απελευθέρωση, απαλλαγή από δυσκολία ή ανεπιθύμητη σχέση
3. διακοπή της επαφής με τον εχθρό στα πλαίσια τακτικού υποχωρητικού ελιγμού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • ανατομία — Η επιστήμη που μελετά τη μορφή και τη δομή των έμβιων οργανισμών. Υποδιαιρείται σε α. των φυτών, α. των ζώων και α. του ανθρώπου. Η τελευταία διαιρείται και αυτή σε δύο βασικούς κλάδους: την περιγραφική και την τοπογραφική. Η περιγραφική… …   Dictionary of Greek

  • εξαγκίστρωση — η απαλλαγή από το αγκίστρι, απαγκίστρωση, ξεγάντζωμα …   Dictionary of Greek

  • ξαγκίστρωμα — το [ξαγκιστρώνω] 1. η απαλλαγή από το άγκιστρο, απαγκίστρωση 2. (σχετικά με άγκυρα) ανάσπαση, ξεγάντζωμα 3. μτφ. το να γλιτώνει, να ξεφεύγει κάποιος από δύσκολη περίσταση …   Dictionary of Greek

  • ουμανισμός — Πολιτιστικό κίνημα (λογοτεχνικό, φιλολογικό και φιλοσοφικό), που συνδυάζεται με την καλλιτεχνική Αναγέννηση των ευρωπαϊκών κρατών κατά τον 15o και 16o αι. Ο ο. ξεκινά από την τάση προς μόρφωση, την αγωγή και την πνευματική και σωματική… …   Dictionary of Greek

  • Κάμινγκς, Έντουαρντ Έστλιν — (Edward Estlin Cummings, Κέιμπριτζ, Μασαχουσέτη 1894 – Νιου Κόνγουεϊ, Νιου Χαμσάιρ 1962). Αμερικανός ποιητής, συγγραφέας και ζωγράφος. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ και κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου πολέμου υπηρέτησε ως εθελοντής… …   Dictionary of Greek

  • απαγκιστρώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος 1. ξαγκιστρώνω: Το ψάρι ήταν καλά πιασμένο κι ήταν αδύνατο ν απαγκιστρωθεί. 2. Γλιτώνω στρατιωτικό τμήμα από το να αποκλειστεί: Με την ενέργεια αυτή δόθηκε στο λόχο η ευκαιρία κι απαγκιστρώθηκε. Ουσ., η απαγκίστρωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξαγκίστρωμα — το, ατος 1. το αποτέλεσμα του ξαγκιστρώνω, το βγάλσιμο από το αγκίστρι, απαγκίστρωση. 2. για άγκυρα, το τράβηγμα της άγκυρας επάνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”